- πολύβυθος
- πολύ-βυθος, sehr tief
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολύβυθος — ον, Α πολυβενθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βυθός (πρβλ. ά βυθος)] … Dictionary of Greek
πολύβυθον — πολύβυθος masc/fem acc sg πολύβυθος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… … Dictionary of Greek